- ἐπιθαρρῶ
- ἐπιθαρσέωput trust inpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐπιθαρσέωput trust inpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθαρσώ — ἐπιθαρσῶ και ἐπιθαρρῶ, έω (AM) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον αρχ. 1. παίρνω θάρρος να αντισταθώ 2. ριψοκινδυνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θαρσώ < θάρσος «θάρρος»] … Dictionary of Greek